- φουμάρισμα
- το, Ν [φουμάρω]κάπνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουμάρισμα — το, ατος το κάπνισμα τσιγάρου, πούρου, ναργιλέ κτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)